- γλυκαναλατιά
- ηη ιδιότητα τού γλυκανάλατου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκανάλατος. Η λ., στον λόγιο τ. (γλυκαναλατία, η), μαρτυρείται από το 1877 στον Ε. Ροΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκανοστιά — η η γλυκαναλατιά* … Dictionary of Greek